- εὐοίκητος
- εὐοίκητοςfavourably placedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοίκητος — εὐοίκητος, ον (ΑΜ) [ευοικώ] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ευνοϊκά, σε κατάλληλο χώρο, κατοικήσιμος («εὐοίκητος τόπος», Φιλοχ.) 2. (για σπίτι) άνετος … Dictionary of Greek
εὐοίκητον — εὐοίκητος favourably placed masc/fem acc sg εὐοίκητος favourably placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)